- ευδοκώ
- (ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)νεοελλ.1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου»)2. φρ. «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η κατάσταση τού καιρού τό επιτρέπειμσν.-αρχ.1. περιβάλλω κάποιον με την ευμένειά μου, με την αγάπη μου, ευνοώ («οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνῶ, συγκατανεύω («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», Πολ.)αρχ.1. είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάποιον ή σε κάτι («οὐδεὶς τοῑς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», Πολ.)2. επιδοκιμάζω («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῑς προκειμένοις»)3. είμαι πρόθυμος, προθυμοποιούμαι4. είμαι ευπρόσδεκτος, γίνομαι αποδεκτός («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ ὅλως εὐδόκει τὸ γεγονός», Πολ.)5. θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι6. μέσ. εὐδοκοῡμαιείμαι ευχαριστημένος7. παθ. α) ευνοούμαι, ευτυχώ, ευημερώβ) επιδοκιμάζομαι, γίνομαι αποδεκτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δοκώ].
Dictionary of Greek. 2013.